- φασίστας
- φασίστας, ο και φασιστής, ο θηλ. -ίστρια(λ. ιταλ.), ο οπαδός του φασισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασίστας — και φασιστής, ο, θηλ. φασίστρια, Ν 1. οπαδός τού φασισμού 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος με φασιστική νοοτροπία και συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascista (βλ. και λ. φασισμός)] … Dictionary of Greek
φασιστόμουτρο — το, Ν (με υβριστική σημ.) φασίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίστας + μούτρο] … Dictionary of Greek
Minos Kyriakou — Minos X. Kyriakou (alternate spelling: Minos Kiriakou) (born May 31, 1942 in Poros, Greece; in Greek: Μίνως (Μηνάς)Κυριακού) is a Greek billionaire[1] shipping magnate and businessman. He is the Chairman of Euroholdings Capital Investment… … Wikipedia
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
αντιφασιστής — κ. φασίστας, ο (θηλ. σίστρια, η) αυτός που αντιτίθεται στον φασισμό, ο αντίπαλος του φασισμού … Dictionary of Greek
μοναρχοφασίστας — ο οπαδός τού μοναρχοφασισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάρχης + φασίστας] … Dictionary of Greek
νεοφασίστας — ο, θηλ. νεοφασίστρια ο οπαδός τού νεοφασισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neofascist (< νε[ο] * + φασίστας)] … Dictionary of Greek
φασίζω — Ν 1. είμαι ή γίνομαι φασίστας 2. αποκλίνω προς τον φασισμό, έχω φασιστικές αντιλήψεις («φασίζουσα ιδεολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φασ ίστας + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
φασίστρια — η, Ν βλ. φασίστας … Dictionary of Greek
φασιστικός — ή, ό, Ν [φασίστας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα 2. (κατ επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός … Dictionary of Greek